παρολκήν

παρολκήν
παρολκή
spinning out of time
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρολκή — ή, ΝΜΑ [παρέλκω] νεοελλ. ναυτ. η ρυμούλκηση, το τράβηγμα από την ξηρά ενός πλοίου ή άλλου πλωτού μέσου με πάρολκο, αλλ. πάρελξη, κν. γεντεκλίκι μσν. αρχ. 1. αναβολή, βραδύτητα, αργοπορία, χρονοτριβή («παρολκή χρόνου», Πορφ.) 2. γραμμ. πλεονασμός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”